H καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνησιμότητα παρουσιάζει γραμμική συσχέτιση με τη συστολική (μεγάλη) και διαστολική (μικρή) αρτηριακή πίεση. Η σχέση αυτή είναι πολύ ισχυρή για τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική επιπλοκή της υπέρτασης, ενώ σημαντική συσχέτιση υπάρχει και για τα στεφανιαία επεισόδια.
Ιστορικά είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διαστολική αρτηριακή πίεση ως προγνωστικό δείκτη της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Πριν από μερικές δεκαετίες δεν θεωρούνταν σημαντική η συστολική αρτηριακή πίεση και η μεμονωμένη συστολική υπέρταση. Νεότερες μελέτες έδειξαν ότι τόσο η συστολική, όσο και η διαστολική αρτηριακή πίεση σχετίζονται θετικά με την εμφάνιση αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, καρδιακής ανεπάρκειας, περιφερικής αρτηριακής νόσου και νεφρικής νόσου τελικού σταδίου.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η υπέρταση αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Ωστόσο, η υπέρταση είναι ένας τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου και η θεραπεία της αποτέλεσε μεγάλη πρόοδο για την βελτίωση του μέσου όρου ζωής του ανθρώπου. Η σωστή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης συμβάλλει σημαντικά στην βελτίωση της ποιότητας ζωής στις όλες τις ηλικίες και στην καλή υγεία μέχρι τα βαθειά γηρατειά.